τράτο, το, ουσ. [<ιταλ. tratto], διάστημα, περιθώριο, χρονικό ή τοπικό: «θέλω λίγο καιρό τράτο, για να σου επιστρέψω τα δανεικά || το παντελόνι δεν έχει άλλο τράτο, για να μακρύνει»·
- δίνω τράτο, δίνω κάποιο χρονικό περιθώριο σε κάποιον για να κάνει κάτι: «αν μου δώσεις μια βδομάδα τράτο, θα μπορέσω να βρω τα λεφτά που σου χρειάζονται»·
- έχω τράτο, έχω το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για να κάνω κάτι: «δε βιάζομαι να τελειώσω τη δουλειά, γιατί έχω τράτο δυο μήνες»·
- παίρνω τράτο, παίρνω την απαραίτητη απόσταση, για να μπορέσω να πάρω την απαραίτητη ορμή τρέχοντας, προκειμένου να επιχειρήσω κάποιο άλμα ή κάποια ρίψη: «ο αθλητής πήρε μερικά μέτρα τράτο κι επιχείρησε το τρίτο του άλμα στο τριπλούν || πήρε μερικά μέτρα τράτο για να πηδήξει το χαντάκι || πήρε αρκετά μέτρα τράτο για να πετάξει την πέτρα».